Grekiska Ord för "Hälsa"
78 ordο πονόδοντος
o ponódontos
ο πονόδοντος
o ponódontos
tandvärk
1 / 78
- ο πονόδοντοςo ponódontostandvärk
- ο πονοκέφαλοςo ponokéfaloshuvudvärk
- η γρίπηi grípiinfluensa
- η αλλεργίαi allergíaallergi
- το σιρόπι για τον βήχαto sirópi gia ton víchahostmedicin
- το χάπιto chápitablett
- το φάρμακοto fármakomedicin
- το έμφραγμαto émfragmahjärtinfarkt
- το ανοσοποιητικό σύστημαto anosopoiitikó sýstimaimmunförsvar
- η κατάθλιψηi katáthlipsidepression
- το αντιβιοτικόto antiviotikóantibiotika
- το παυσίπονοto pafsíponovärktablett
- ο πυρετόςo pyretósfeber
- ο βήχαςo víchashosta
- η εγχείρησηi encheírisioperation
- η δίαιταi díaitadiet
- η θεραπείαi therapeíaterapi
- η αϋπνίαi afpníasömnsvårigheter
- ο ιόςo iósvirus
- το βακτήριοto vaktíriobakterie
- το άσθμαto ásthmaastma
- η βιταμίνηi vitamínivitamin
- η ιατρική συνταγήi iatrikí syntagírecept
- ο στομαχόπονοςo stomachóponosmagont
- η σύριγγαi sýringaspruta
- ο μυςo mysmuskel
- το σύμπτωμαto sýmptomasymptom
- η καραν τίναi karantínakarantän
- ο πόνοςo pónossmärta
- το τσιρότοto tsirótoplåster
- ο μεταβολισμός